- καλλίφθογγος
- καλλῐ-φθογγος, ον,A beautiful-sounding,
ᾠδαί E.Ion169
(lyr.);ἱστοί Id.IT222
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ᾠδαί E.Ion169
(lyr.);ἱστοί Id.IT222
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλλίφθογγος — beautiful sounding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίφθογγος — η, ο (Α καλλίφθογγος, ον) αυτός που βγάζει ωραίους φθόγγους, αυτός που ηχεί ωραία («τὰς καλλιφθόγγους ᾠδάς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) *+ φθογγος (< φθόγγος), πρβλ. γλυκύ φθογγος, οξύ φθογγος] … Dictionary of Greek
καλλίφθογγον — καλλίφθογγος beautiful sounding masc/fem acc sg καλλίφθογγος beautiful sounding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιφθόγγοις — καλλίφθογγος beautiful sounding masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιφθόγγους — καλλίφθογγος beautiful sounding masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίφθογγα — καλλίφθογγος beautiful sounding neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφθογγος — ἄφθογγος, ον (Α) 1. άφωνος, άλαλος 2. άφατος, άρρητος 3. «ἄφθογγος ἄγγελος» ο πυρσός, η δάδα 4. «ἄφθογγα γράμματα» τα άηχα, τα άφωνα γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φθογγος < φθόγγος, φθογγή (πρβλ. βαρύφθογγος, εύφθογγος, καλλίφθογγος] … Dictionary of Greek